ροβίθι

ροβίθι
το см. ρεβίθι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ροβίθι" в других словарях:

  • ροβίθι — ροβίθι, το και ροβιθιά, η βλ. ρεβίθι, ρεβιθιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροβίθι — το, Ν βλ. ρεβίθι …   Dictionary of Greek

  • ρεβίθι — και ροβίθι, το, Ν βοτ. ο καρπός τής ρεβιθιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρεβίνθιον, υποκορ. τού ἐρέβινθος*, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. ροθίβι με τροπή τού ε σε ο από παρετυμολογική επίδραση τού τ. ρόβι «είδος δημητριακού»] …   Dictionary of Greek

  • ρεβιθιά — και ροβιθιά, η, Ν [ρεβίθι / ροβίθι] κοινή ονομασία τού μονοετούς ποώδους φυτού Cicer arietinum τού γένους κίκερ, τής οικογένειας φαβίδες, που καλλιεργείται για τα εδώδιμα σπέρματά του και ως κτηνοτροφή …   Dictionary of Greek

  • Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»